Το 1962, μόλις έναν χρόνο μετά τη σύνδεση της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ, η Unilever γινόταν από τους πρώτους πολυεθνικούς ομίλους που αποφάσισαν να επενδύσουν στην ελληνική αγορά μπαίνοντας τότε στο μετοχολόγιο της Ελαΐς Α.Ε., της πιο σημαντικής ελληνικής μονάδας τυποποίησης ελαιόλαδου. Εκείνη η αρχική επένδυση μπορεί να έφτανε μόλις στο 20% του μετοχικού κεφαλαίου της ιστορικής ελαιουργικής βιομηχανίας, ωστόσο αποτέλεσε την απαρχή μιας πολυεπίπεδης παρουσίας της πολυεθνικής στη χώρα μας με παραγωγή, διανομή και εν τέλει κυριαρχία στον ευρύτερο χώρο των καταναλωτικών ειδών.
Στα 60 χρόνια που ακολούθησαν οι εξελίξεις ήταν πολυκύμαντες. Ιδίως κατά την περασμένη δεκαετία, όπου τις αναταράξεις της ελληνικής κρίσης διαδέχθηκε ο μεγάλος μετασχηματισμός του ίδιου του ομίλου Unilever εγκαταλείποντας παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως η μαργαρίνη, και η στροφή σε νέους τομείς που υπόσχονταν ευκαιρίες μεγάλης ανάπτυξης πατώντας στον σύγχρονο τρόπο ζωής, διατροφής, ευεξίας κ.ο.κ.
Στο πλαίσιο αυτό, ξεδιπλώθηκε και στην Ελλάδα ένα πλάνο αναδιάρθρωσης με βάση το οποίο η πολυεθνική πούλησε δραστηριότητες που δεν θεωρούνταν πια δομικές με βάση τη νέα στρατηγική. Το ελαιόλαδο και η μαργαρίνη της Ελαΐς αποσχίστηκαν και πουλήθηκαν στην Upfield της KKR (όχι όμως και το σήμα Ελαΐς που συνεχίζει να συνοδεύει το όνομα της ελληνικής θυγατρικής), ενώ μόλις προ έτους πουλήθηκαν τα σήματα Pummaro και Pelargos της Μινέρβα, μαζί με το εργοστάσιο επεξεργασίας ντομάτας στη Γαστούνη.
To cluster της Ελλάδας
Και ενώ όλα έδειχναν προς συρρίκνωση των δυνάμεων εκ μέρους της πολυεθνικής στη χώρα μας, τελικά η αναδιάταξη μάλλον αποτέλεσε το σήμα μιας γενικότερης αντεπίθεσης που εργαλειοποιώντας τηv επέκταση του εργοστασίου της ελληνικής θυγατρικής στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη πλέον ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα. Και έτσι, όπως εξηγεί στο «business stories» ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ελαΐς - Unilever Hellas Άντριου Κένεντι, η Ελλάδα έχει καταστεί πλέον κέντρο διοίκησης του σκέλους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Ελλάδα, Κύπρος, Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία) και το εργοστάσιο, που ενισχύεται με νέες επενδύσεις, αποκτά ολοένα περισσότερο εξωστρεφή χαρακτήρα καλύπτοντας την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων για άλλες χώρες.
Παράλληλα, ο ίδιος, δυόμισι χρόνια στο τιμόνι της ελληνικής θυγατρικής, έχει αναλάβει επικεφαλής και του σκέλους της Νοτιοκεντρικής Ευρώπης, που σημαίνει ότι είναι υπεύθυνος για κάθε δραστηριότητα τα πολυεθνικής σε Ρουμανία, Βουλγαρία, Μολδαβία και Σερβία, ενώ είναι αρμόδιος και για τη μεγάλη κατηγορία της Προσωπικής Φροντίδας για το σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης, από τις χώρες της Βαλτικής έως τηv Κύπρο. Και για όλα αυτά συνεπικουρείται από μια διευρυμένη ομάδα στην οποία σχεδόν το μισό στελεχιακό δυναμικό είναι Έλληνες!
«Έως το 2018 η Ελλάδα ήταν υπεύθυνη μόνο για την αγορά της Κύπρου. Τότε, στο πλαίσιο και του γενικότερου μετασχηματισμού του ομίλου, ελήφθη η απόφαση να αναβαθμιστεί μέσω της δημιουργίας ενός cluster για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη με βάση την Αθήνα. Παράλληλα, άλλαξε και η δομή όπου αναφερόταν η ελληνική θυγατρική και εντάχθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, που πιστεύω ότι είναι μια πολύ καλή εξέλιξη. Κι αυτό διότι η Ανατολική Ευρώπη έχει αναπτυξιακή ατζέντα.
Γενικά, η αντίληψη που υπήρξε και υπάρχει στον όμιλο ήταν ότι η ελληνική δραστηριότητα ήταν και είναι ισχυρή και ανθεκτική, όπως αποδείχθηκε στα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Υπήρχε παραγωγική δραστηριότητα που ενισχύθηκε με προϊόντα για τη φροντίδα του σπιτιού και με προϊόντα διατροφής. Υπήρχε μια οπτική ότι μπορεί μέσω της Ελλάδας να υπάρξει ανάπτυξη προϊόντων στις γειτονικές χώρες. Κι αυτό κάνουμε. Γι αυτό ήρθα στην Ελλάδα, γι ‘αυτό δημιουργήθηκε το cluster.»
λέει ο Νοτιοαφρικανός Άντριου Κένεντι. Η προηγούμενη θέση ευθύνης του ήταν επικεφαλής για 4,5 χρόνια στις δραστηριότητες του ομίλου στην Κίνα.
«Γενικά έχουμε μια καλή δραστηριότητα στην Ελλάδα, τολμώ να πω μία από τις καλύτερες ποιοτικά σε όλη την Ευρώπη. Κι αυτό αναγνωρίζεται μέσα στον όμιλο», ομολογεί ο ίδιος.
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη εδώ